- Κρηστωνικος
- ΚρηστωνικόςI3[Κρηστών] крестонский Thuc.II3[Κρηστωναίη] крестонейский Thuc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Κρηστωνικόν — Κρηστωνικός masc acc sg Κρηστωνικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρηστωνικῆς — Κρηστωνικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)